- επισπαστήρ
- ἐπισπαστήρ, ὁ (Α)1. το χερούλι τής πόρτας2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα τού διχτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα -τηρ (πρβλ. στεγασ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισπαστήρ — latch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστῆρα — ἐπισπαστήρ latch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστῆρες — ἐπισπαστήρ latch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστῆρσι — ἐπισπαστήρ latch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπαστήρων — ἐπισπαστήρ latch masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσπαστρον — ἐπίσπαστρον, τὸ (AM) [επισπώ] έπισπαστήρ αρχ. 1. σχοινί 2. παραπέτασμα («καὶ ποιήσεις ἐπίσπαστρον τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ) … Dictionary of Greek